- φρεᾱτιαῖος
- φρεᾱτιαῖος, zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρεατιαίος — και φρηταῑος, αία, ον, Α 1. φρεάτιος 2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατός + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. ναματ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
φρεατιαίων — φρεατιαῖος belonging to a well fem gen pl φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατιαίου — φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπατιαίος — ἡπατιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῑος λοβός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, τος + ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)] … Dictionary of Greek
φρηταίος — αία, ον, Α βλ. φρεατιαῑος … Dictionary of Greek